- ἄλγεσι
- ἄλγοςpainneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
беда беду родит — (а третья и сама прибежит) Лиха беда одну беду нажить, другая сама придет. Ср. Одна беда всегда другую накликает. Крылов. Два голубя. Ср. Ein Unglück kommt dem ändern auf die Fersen. One misfortune comes on the neck of another. Un malheur amène… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беда беду родит — Бѣда бѣду родитъ (а третья и сама прибѣжитъ). Лиха бѣда одну бѣду нажить, другая сама придетъ. Ср. Одна бѣда всегда другую накликаетъ. Крыловъ. Два голубя. Ср. Ein Unglück kommt dem andern auf die Fersen. One misfortune comes on the neck of an… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αλγεσίδωρος — ἀλγεσίδωρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι (< ἄλγος) + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek
αλγεσίθυμος — ἀλγεσίθυμος, ον (Α) αυτός που θλίβει την καρδιά μας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι (< (ἄλγος) + θυμὸς* για τη σημασία τού επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους … Dictionary of Greek
καταλείβω — (Α) 1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό 2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου 3. παθ. καταλείβομαι α) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς» … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek